ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
-ή, -ό (Μ ἀλεστικός, -ή, -όν) αλεστής
1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή»)
2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικά
η δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή του μυλωνά.