αμυγδαλωτός

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

και μυγδαλωτός, -ή, -ό
1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου
2. αυτός που περιέχει ψίχα αμυγδάλου
3. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλωτό είδος γλυκίσματος παρασκευασμένο από κοπανισμένα αμύγδαλα, αλεύρι, ζάχαρη, αβγά κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. -ωτός].