αναδιπλασιασμός
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ο (Α ἀναδιπλασιασμός) ἀναδιπλασιάζω
1. ο εκ νέου διπλασιασμός ή απλώς διπλασιασμός, η επανάληψη
2. (ή διπλασιασμός ή αναδίπλωση) η επανάληψη ενός ή και περισσοτέρων αρχικών φθόγγων του θέματος μιας λέξης ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής.