ανάκλιση
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
η (Α ἀνάκλισις) ἀνακλίνω
1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα
2. νεοελλ. ανασήκωμα
3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση του βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση της συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία, ορφανοτροφεία) οδηγεί στη λεγόμενη ανακλητική κατάθλιψη του βρέφους.