ανάκλιση

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

η (Α ἀνάκλισις) ἀνακλίνω
1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα
2. νεοελλ. ανασήκωμα
3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση του βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση της συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία, ορφανοτροφεία) οδηγεί στη λεγόμενη ανακλητική κατάθλιψη του βρέφους.