ανάκλιση
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
Greek Monolingual
η (Α ἀνάκλισις) ἀνακλίνω
1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα
2. νεοελλ. ανασήκωμα
3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση του βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση της συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία, ορφανοτροφεία) οδηγεί στη λεγόμενη ανακλητική κατάθλιψη του βρέφους.