ἀναμφίλεκτος

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμφίλεκτος Medium diacritics: ἀναμφίλεκτος Low diacritics: αναμφίλεκτος Capitals: ΑΝΑΜΦΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anamphílektos Transliteration B: anamphilektos Transliteration C: anamfilektos Beta Code: a)namfi/lektos

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A τιμή D.H.9.44; πίστις Longin.7.4. Adv. -τως PPar.15.3.56 (ii B. C.), S.E.M.7.5, Luc.Rh.Pr.15.

German (Pape)

[Seite 198] unbestritten, unbezweifelt, Sp. z. B. τιμή Dion. Hal. 9, 44. – Adv., Luc. rhet. praec. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφίλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiscutible (ἁρπαγή) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη IM 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως PGiss.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.M.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.PE 10.2, I.AI 4.61, Phld.Po.A 13.20.
2 adv. -ως indiscutiblemente κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles, UPZ 162.5.20 (II a.C.), cf. PPar.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.Rh.Pr.15
sin disputa φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.M.7.5, cf. Hsch.
sin dudar ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.HE 10.6.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφίλεκτος, -ον) ἀμφίλεκτος
αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, αναμφίβολος, αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.