αναπότρεπτος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναπότρεπτος) ἀποτρέπω
1. αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον απομακρύνει ή να τον αποφύγει, ο αναπόφευκτος
2. το ουδ. ως ουσ. το αναπότρεπτο
το μοιραίο, ο θάνατος.