αναχώρηση
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Greek Monolingual
η (AM ἀναχώρησις)
η ενέργεια του αναχωρώ
(αρχ. -μσν.) (για ασκητή) η αποχώρηση, η απομάκρυνση από την εγκόσμια ζωή
αρχ.
1. απομάκρυνση από κάπου, ξεκίνημα
2. τόπος κατάλληλος για υποχώρηση, καταφύγιο.