ἀνοήμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A without understanding, Od.2.270, 17. 273, Democr.197,al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοήμων: -ον, ὁ ἄνευ νοημοσύνης ἢ νοῦ, ἀνόητος, οὐδ’ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι, οὐδ’ ἀνοήμων Ὀδ. Β. 270, 278, Ρ. 273.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
insensé, irréfléchi.
Étymologie: ἀ, νοήμων.
English (Autenrieth)
unintelligent, unreflecting. (Od.)
Spanish (DGE)
-ον, gen. -ονος
insensato de pers. Od.2.270, 17.273, Democr.B 197, 199.
Greek Monolingual
ἀνοήμων, -ον (Α) νόημα
αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο δίχως νόηση, ανόητος.