ανταποκρίνομαι

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ἀνταποκρίνομαι)
βρίσκομαι σε ανταπόκριση, σε συμφωνία με κάποιον ή κάτι·
νεοελλ.
φρ.
1. «ανταποκρίνομαι στα καθήκοντα μου» — εκτελώ τα καθήκοντά μου
2. «ανταποκρίνομαι στα συναισθήματα κάποιου» — τρέφω για κάποιον ανάλογα συναισθήματα με τα δικά του
αρχ.
1. απαντώ
2. αντιλέγω, διαφωνώ.