αντιμετωπίζω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀντιμετωπῶ, -έω)
στέκομαι αντιμέτωπος, αποκρούω κάποιον
νεοελλ.
1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα
2. υπομένω θαρραλέα ή καρτερικά μια δύσκολη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμέτωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].