άξεστος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄξεστος, -ον)
1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής)
2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξεστός < ξέω].