απόγειος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

κ. -αιος, -α, -ο (Α ἀπόγειος, -α, -ον) γη
(άνεμος, αύρα) που πνέει από την ξηρά (για το ουδ. ως ουσ. βλ. απόγειον)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τη Γη
2. σε απόσταση από την ακτή.