απόγειος

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

κ. -αιος, -α, -ο (Α ἀπόγειος, -α, -ον) γη
(άνεμος, αύρα) που πνέει από την ξηρά (για το ουδ. ως ουσ. βλ. απόγειον)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τη Γη
2. σε απόσταση από την ακτή.