αποκλειστικός

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αποκλείει όλους ή όλα τα άλλα
2. ο μοναδικός
3. το θηλ. ως ουσ. η αποκλειστική
όποια εκτελεί χρέη νοσοκόμας αποκλειστικά για έναν ασθενή σε κλινική ή στο σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη (πρβλ. αγγλ. exclusive
γαλλ. exclusif
γερμ. exklusiv)].