αποσύνθεση
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Greek Monolingual
η
1. διάλυση, διαχωρισμός ενός σύνθετου πράγματος στα συνθετικά του
2. ο μετασχηματισμός των νεκρών οργανισμών σε απλούστερες ουσίες ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλους οργανισμούς
3. χημική αντίδραση κατά την οποία μια χημική ένωση μετατρέπεται σε απλούστερες ενώσεις ή στα στοιχεία της
4. έλλειψη συνοχής και πειθαρχίας ενός οργανωμένου συνόλου προσώπων
5. διαφθορά, ακολασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσυνθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 από τον Δημ. Νίτσο στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].