αποφασίζω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

(Μ ἀποφασίζω) [[[απόφαση]], (-ις)]
Ι. 1. σχηματίζω τελική γνώμη για κάτι
2. (για δημόσιες αρχές) εκδίδω απόφαση
3. κρίνω κάποιον ή κάτι
4. πείθω
5. παραδέχομαι ως οριστικό γεγονός
II. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποφασισμένος, -η, -ο
1. αυτός που προτίθεται να κάνει κάτι οπωσδήποτε
2. ο καταδικασμένος από τους γιατρούς, ο ανίατα άρρωστος.