ασπρίλα
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
η
1. η ασπράδα, η λευκότητα
2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού
3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) -ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)].