αύθι

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

αὖθι επίρρ. (Α)
1. τοπ. σ' αυτό το σημείο, εκεί
2. χρον. αμέσως, παρευθύς
3. αύθις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόθι, με συλλαβική ανομοίωση. Οι μτγν. του Ομήρου ποιητές το χρησιμοποίησαν με τη σημασία του αύθις.
ΣΥΝΘ. αρχ. αυθιγενής].