αύθι
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
αὖθι επίρρ. (Α)
1. τοπ. σ' αυτό το σημείο, εκεί
2. χρον. αμέσως, παρευθύς
3. αύθις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόθι, με συλλαβική ανομοίωση. Οι μτγν. του Ομήρου ποιητές το χρησιμοποίησαν με τη σημασία του αύθις.
ΣΥΝΘ. αρχ. αυθιγενής].