ἀττικισμός

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source

German (Pape)

[Seite 390] ὁ, 1) Anhänglichkeit an Athen, Thuc. 3, 64. 4, 133. – 2) attische Mundart, attischer Ausdruck, Gramm.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 attachement au parti des Athéniens;
2 emploi de la langue attique, atticisme.
Étymologie: ἀττικίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 adhesión al partido de los atenienses op. μηδισμός Th.3.64, cf. IG 22.33.6 (IV a.C.).
2 lingüíst. aticismo, estilo ático καὶ ἐπῄνεις αὐτῆς τὸν ἐπιχώριον ἀττικισμόν Alciphr.4.19.1, ποίησον ἀντὶ τοῦ ποιήσεις· ἐστὶ δὲ Ἀττικισμός Sch.S.OT 543P., cf. Cic.Att.931, Gal.12.971.

Greek Monolingual

ο (AM ἀττικισμός) αττικίζω
τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας
αρχ.
σύμπραξη με τους Αθηναίους.