ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
ἀφύω (Α)γίνομαι λευκός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αφυώδης, με υποχωρητικό σχηματισμό].