αωτώ

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

ἀωτῶ (-έω) (Α)
κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν η σημασία «κοιμάμαι» του ρ. θεωρηθεί αυθεντική, τότε το αωτώ συνδέεται πιθ. με το άωρος (III), παρόλο που ο σχηματισμός παραμένει ασαφής. Εάν όμως γίνει αποδεκτή η ερμηνεία του Ησύχιου αωτείτε γλυκύν ύπνον (Oδ. κ, 548) «απανθίζετε τον ύπνον», τότε αωτώ < άωτος (βλ. άωτον), οπότε η σημασία «κοιμάμαι» θα έχει προέλθει από λανθασμένη ερμηνεία των ομηρικών χωρίων].