αωτώ
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
ἀωτῶ (-έω) (Α)
κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν η σημασία «κοιμάμαι» του ρ. θεωρηθεί αυθεντική, τότε το αωτώ συνδέεται πιθ. με το άωρος (III), παρόλο που ο σχηματισμός παραμένει ασαφής. Εάν όμως γίνει αποδεκτή η ερμηνεία του Ησύχιου αωτείτε γλυκύν ύπνον (Oδ. κ, 548) «απανθίζετε τον ύπνον», τότε αωτώ < άωτος (βλ. άωτον), οπότε η σημασία «κοιμάμαι» θα έχει προέλθει από λανθασμένη ερμηνεία των ομηρικών χωρίων].