βαλλιστής
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
οῦ, ὁ, a constellation, Cat.Cod.Astr.7.204.14.
Greek Monolingual
ο (Α βαλλιστής)
νεοελλ.
1. γένος Τελεόστεων ιχθύων, με παχύ κοκκώδες δέρμα, όμοιο με θώρακα
2. παλαιότερη ονομασία για τον χορευτή, κυρίως του βαλς
αρχ.
ονομασία αστερισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Το λατ. ballsta αποτελεί δάνειο της Λατινικής από την Ελληνική με διαφοροποιημένη σημασία «αυτό που ρίπτεται διά του καταπέλτη, το βλήμα»].