γδάρσιμο

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

το
1. η αφαίρεση του δέρματος ζώου, η εκδορά
2. επιπόλαιο τραύμα στην επιδερμίδα, γρατζούνισμα
3. (για φυτά) η αφαίρεση του φλοιού
4. η χρηματική απογύμνωση κάποιου ή η πώληση πράγματος σε υπερβολικά υψηλή τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ-, έγδαρα, αόρ. του γδέρνω].