γυναικόφωνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A 'speaking small like a woman', Ar.Th.192.
German (Pape)
[Seite 511] mit weibischer Stimme, Ar. Th. 192.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν ἁπαλὴν καὶ λεπτὴν ὥσπερ γυνή, Ἀριστοφ. Θεσμ. 192.
Spanish (DGE)
(γῠναικόφωνος) -ον
de voz de mujer σὺ δ' εὐπρόσωπος ... γ., ἁπαλός Ar.Th.192, cf. Poll.2.111, 4.114.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γυναικόφωνος, -ον)
αυτός που έχει γυναικεία φωνή.