δακτυλίζω

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλίζω Medium diacritics: δακτυλίζω Low diacritics: δακτυλίζω Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: daktylízō Transliteration B: daktylizō Transliteration C: daktylizo Beta Code: daktuli/zw

English (LSJ)

   A = δακτυλοδεικτέω (in bad sense), Hsch. s.vv. ἐδακτύλιζον, σκινδαρεύεσθαι.    II Pass. in metre, to be made a dactyl, Eust.874.8.

German (Pape)

[Seite 520] Hesych., = δακτυλοδεικτέω; bei Eustath. = einen Daktylus machen.

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλίζω: μέλλ. –ίσω, = δακτυλοδεικτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐδακτ-.

Spanish (DGE)

1 señalar con el dedo Hsch.ε 389.
2 métr. transformarse en dáctilo en v. pas. ἵνα δακτυλισθῇ ὁ τρίβραχυς πούς Eust.874.8.
3 conducir, Gloss.23D.

Greek Monolingual

δακτυλίζω (AM) δάκτυλος
μσν.
παθ. δακτυλίζομαι
γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» — για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο)
αρχ.
δακτυλίζω
δακτυλοδεικτώ.