δείνος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

δεῑνος, ο (Α)
1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.
2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας
3. είδος χορού
4. το αλώνι
5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του δίνος, που απαντά σε λογοπαίγνια με το δεινός].