δεξιοτέχνης
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Greek Monolingual
ο
1. όποιος ασκεί την τέχνη του με επιδεξιότητα
2. μουσ. όποιος παίζει μουσικό όργανο ή τραγουδάει με εξαιρετική τεχνική δύναμη και έκφραση, βιρτουόζος.