δεξιοτέχνης

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

ο
1. όποιος ασκεί την τέχνη του με επιδεξιότητα
2. μουσ. όποιος παίζει μουσικό όργανο ή τραγουδάει με εξαιρετική τεχνική δύναμη και έκφραση, βιρτουόζος.