δήρις

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source

Greek Monolingual

δῆρις (-ιος) και -έως), η (Α)
1. αγώνας, συμπλοκή, μάχη
2. ανταγωνισμός, άμιλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δήρις συνδέεται με αρχ. ινδ. -dāri- «αυτός που ξεσχίζει», το οποίο μαρτυρείται μόνο ως β' συνθετικό στο έπος. Ανήκει στα ρηματικά αφηρημένα ουσ. σε -ι- και η πρωταρχική του σημασία θα πρέπει να ήταν «σχίσμα, διαίρεση, διχόνοια»].