δήρις
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
Greek Monolingual
δῆρις (-ιος) και -έως), η (Α)
1. αγώνας, συμπλοκή, μάχη
2. ανταγωνισμός, άμιλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δήρις συνδέεται με αρχ. ινδ. -dāri- «αυτός που ξεσχίζει», το οποίο μαρτυρείται μόνο ως β' συνθετικό στο έπος. Ανήκει στα ρηματικά αφηρημένα ουσ. σε -ι- και η πρωταρχική του σημασία θα πρέπει να ήταν «σχίσμα, διαίρεση, διχόνοια»].