διάδοση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM διάδοσις)
μετάδοση, εξάπλωση, κοινολόγηση
νεοελλ.
ανεξακρίβωτη φήμη, πληροφορία, αδέσποτη είδηση
αρχ.
1. παραχώρηση, διανομή, μοίρασμα
2. επικοινωνία
3. ανταλλαγή.
η (AM διάδοσις)
μετάδοση, εξάπλωση, κοινολόγηση
νεοελλ.
ανεξακρίβωτη φήμη, πληροφορία, αδέσποτη είδηση
αρχ.
1. παραχώρηση, διανομή, μοίρασμα
2. επικοινωνία
3. ανταλλαγή.