διακόρευση
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monolingual
η (Α διακόρευσις και διακόρησις) διακορεύω
η ρήξη του παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα.