δίγαμος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγᾰμος Medium diacritics: δίγαμος Low diacritics: δίγαμος Capitals: ΔΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: dígamos Transliteration B: digamos Transliteration C: digamos Beta Code: di/gamos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A married to two people, adulterous, Stes.26, Man. 5.291.

German (Pape)

[Seite 615] zum zweitenmal verheirathet; Stesichor. bei Schol. Eur. Or. 243; Man. 5, 291.

Greek (Liddell-Scott)

δίγαμος: -ον, ὁ ὢν συνδεδεμένος διὰ γάμου πρὸς δύο πρόσωπα συγχρόνως, μοιχός, Στησίχ. 74, Μανέθων 5. 291. ΙΙ. εἰς δεύτερον γάμον ἐλθών, Βασίλ. 4, 673Α, Ἱππόλ. Αἱρ. 9. 12.

Spanish (DGE)

(δίγᾰμος) -ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 que ha tenido dos bodas sucesivasde las hijas de Tíndaro, Stesich.46.4
bígamo δίγαμοι, δίγονοί θ' ἅμα καὶ διπολῖται Man.5.291, ref. mujeres, Vett.Val.387.20.
2 casado en segundas nupcias Basil.Ep.188.4, Origenes Hom.20.4 in Ier., Comm.in Mt.14.22, Hippol.Haer.9.12.22.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM -ος, -ον)
1. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο πρώτος
2. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο μετά τη διάλυση του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος.