διέρεισμα

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέρεισμα Medium diacritics: διέρεισμα Low diacritics: διέρεισμα Capitals: ΔΙΕΡΕΙΣΜΑ
Transliteration A: diéreisma Transliteration B: diereisma Transliteration C: diereisma Beta Code: die/reisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A supporting beam, IG2.1054.68, 11(2).287 A 84 (Delos, iii B. C.); also δ. χαλκᾶ ib.2.652A25.

German (Pape)

[Seite 620] τό, Stütze, Phot. lex. v. κνημία.

Greek (Liddell-Scott)

διέρεισμα: τό, ὑποστήριγμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. § 6, σ. 235.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 soporte θυμιατήριον ... χαλκᾶ διερείσματα ἔχον IG 13.342.6 (V a.C.), cf. 22.1384.4 (V/IV a.C.), 1436.44 (IV a.C.), κανōν ... χαλκᾶ διερείσματ' ἔχον IG 22.1425.83, 1421.39 (ambas IV a.C.), διερε<ί>σματα τῶν Νικῶν IG 22.1425.382 (IV a.C.).
2 arq. prob. vigueta que va de pared a pared para sostener una plancha, el techo o un andamiaje διερείσας διερείσματα εἰς τοὺς ἰκριωτῆρας IG 22.1668.80, cf. 68, 70 (IV a.C.), ξύλον εἰς τὸ πρόδομον τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος δ. IG 11(2).287A.84 (Delos III a.C.).

Greek Monolingual

το (Α διέρεισμα) διερείδω
υποστήριγμα.