Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
[Seite 643] διττογ., zweisprachig, Sp.
-ον (Α) δίγλωσσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -γλωσσος < γλώσσα].