δισσόγλωσσος

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source

German (Pape)

[Seite 643] διττογ., zweisprachig, Sp.

Greek Monolingual

-ον (Α) δίγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -γλωσσος < γλώσσα].