διεκπεραιώνω

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek Monolingual

(Α διεκπεραιῶ, -όω) εκπεραιώ
1. στέλνω στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη
2. παθ. διέρχομαι, περνώ απέναντι
νεοελλ.
1. φέρω εις πέρας, εκτελώ εντολή, υπηρεσία
2. συσκευάζω σε φακέλους, καταχωρίζω και αποστέλλω έγγραφα ή έντυπα.