Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
(Α διεκπεραιῶ, -όω) εκπεραιώ
1. στέλνω στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη
2. παθ. διέρχομαι, περνώ απέναντι
νεοελλ.
1. φέρω εις πέρας, εκτελώ εντολή, υπηρεσία
2. συσκευάζω σε φακέλους, καταχωρίζω και αποστέλλω έγγραφα ή έντυπα.