δόρκος
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
German (Pape)
[Seite 658] ὁ, dasselbe, Opp. C. 2, 324. 3, 3.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ memoria Alcm.133.
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἴορκος Ar.Byz.Epit.132.9, Opp.C.2.296, 3.3
zool. gacela o corzo, Ceruus capreolus L., dif. de ἔλαφος Dsc.2.75, T.Aser.4.5, dif. de δορκάς Ar.Byz.l.c., como pieza de caza κεραοί SEG 37.1438.3 (Damasco II d.C.), ὠκύτεροι Opp.C.2.315, cf. ll.cc., apreciado por su carne, Philostr.Gym.43, δ. καὶ κύνες espectáculo en el circo POxy.2707.9 (VI d.C.).
Greek Monolingual
ο (Α δόρκος)
νεοελλ.
μεγάλος κάνθαρος της οικογένειας τών λουκανιδών
αρχ.
βλ. δορκάς.