δούλεψη

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source

Greek Monolingual

η (AM δούλευσις
Μ και δούλεψις)
δουλεία, σκλαβιά
μσν.- νεοελλ.
1. δουλειά, εργασία
2. δουλική εργασία, αγγαρεία
3. αμοιβή εργασίας
4. εκδούλευση, εξυπηρέτηση
νεοελλ.
ερωτική σκλαβιά («στη δούλεψη της αγάπης»)
μσν.
1. εκείνο που δημιουργεί κανείς με τη δουλειά του
2. νομική υποχρέωση
3. λατρευτική συνήθεια.