δούλεψη
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
Greek Monolingual
η (AM δούλευσις
Μ και δούλεψις)
δουλεία, σκλαβιά
μσν.- νεοελλ.
1. δουλειά, εργασία
2. δουλική εργασία, αγγαρεία
3. αμοιβή εργασίας
4. εκδούλευση, εξυπηρέτηση
νεοελλ.
ερωτική σκλαβιά («στη δούλεψη της αγάπης»)
μσν.
1. εκείνο που δημιουργεί κανείς με τη δουλειά του
2. νομική υποχρέωση
3. λατρευτική συνήθεια.