δρομαίος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δρομαῑος -α, -ον και -ος, -ον)
τρεχάτος («έφυγε δρομαίος»)
νεοελλ.
1. γοργοπόδαρος, ο ικανός να τρέχει
2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δρομαίος
ονομασία του πτηνού εμού της οικογένειας δρομαιίδες
αρχ.
1. (επίθ. του Απόλλωνος) ο προστάτης τών αγώνων
2. φρ. α) «δρομαῑος λαγωός» — αυτός που τον κυνηγούν
β) «δρομαῑα ἴχνη» — τα ίχνη του γρήγορου λαγού.