ἐγκονίομαι
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
Med., (κονίω)
A sprinkle sand over oneself after anointing, and before wrestling, X.Smp.3.8:—Pass., Luc.Am.45; to be in the dust, prob. l. in Hp.Vict.3.76.
German (Pape)
[Seite 709] med., sich im Sande wälzen; Xen. Symp. 3, 8; Luc. Amor. 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκονίομαι: μέσ. (κονίω) κυλίομαι εἰς τὴν κόνιν μετὰ τὸ ἄλειμμα, δηλ. πρὸ τῆς πάλης, Ξεν. Συμπ. 3. 8, Λουκ. Ἔρωτ. 45.
French (Bailly abrégé)
se couvrir de poussière (avant la lutte).
Étymologie: ἐν, κόνις.
Spanish (DGE)
cubrirse de polvo ἐγκονιόμενος δὲ χριέσθω dénsele fricciones cubierto de polvo Hp.Vict.3.76
•echarse polvo encima los atletas para la competición, irón. ἴσως ἄν ... Αὐτολύκῳ ... ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι quizá le llegaría a Autólico para echarse polvo encima de una extensión de tierra muy pequeña, X.Smp.3.8
•llenarse de polvo los atletas al competir ἐγκονίεται τὸ σῶμα el cuerpo se cubre de polvo Luc.Am.45, cf. Philostr.VA 8.18.
Greek Monolingual
ἐγκονίομαι (Α)
κυλιέμαι στην άμμο μετά το ἄλειμμα και πριν από την πάλη («Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι», Ξεν.).