καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
ἐκσμάω (Α)σφουγγίζω, ξεπλένω, εξαλείφω («οἱ θεράποντες αὐτοῡ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.).