ενασχολώ
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Greek Monolingual
(AM ἐνασχολῶ, -έω)
1. ενεργ.
παρέχω ασχολία σε κάποιον, τον απασχολώ με κάτι, του δίνω δουλειά
2. μέσ. ασχολούμαι, καταγίνομαι σε κάτι.