ἐνοκλάζω
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
A squat upon, τοῖς ὀπισθίοις, of a dog, Philostr.Jun.Im.3.
German (Pape)
[Seite 849] niederknieen auf, τινί, Philostr. jun. im. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοκλάζω: γονατίζω καὶ κάθημαι, ὁ δὲ τοῖς ὀπισθίοις ἐνοκλάσας, «καθίσας εἰς τὰ ὀπισθινά του», ἐπὶ κυνός, Φιλόστρ. 867.
Spanish (DGE)
agacharse sobre, sentarse τοῖς ὀπισθίοις un perro, Philostr.Iun.Im.3.5.
Greek Monolingual
ἐνοκλάζω (Α) οκλάζω
(για σκύλο) κάθομαι οκλαδόν, γονατιστά, κάθομαι στα πίσω πόδια.