ἐνσχερώ

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσχερώ Medium diacritics: ἐνσχερώ Low diacritics: ενσχερώ Capitals: ΕΝΣΧΕΡΩ
Transliteration A: enscherṓ Transliteration B: enscherō Transliteration C: enschero Beta Code: e)nsxerw/

English (LSJ)

Adv.

   A in a row, A.R.1.912, prob. in Antim.16.5.

German (Pape)

[Seite 853] = ἐπισχερώ, Ap. Rh. 1, 912.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσχερώ: ἐπίρρ., «ἐφεξῆς, κατὰ τάξιν» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 912· ἴδε ἐν λ. σχερός.

French (Bailly abrégé)

adv.
p. ἐν σχερῷ, d’une manière continue, de suite.
Étymologie: σχερός.
Par. ἐπισχερώ.

English (Slater)

ἐνσχερώ, coni. Dindorf: ἐν σχερῷ codd.

Spanish (DGE)

adv. en fila βασιλεῦσιν ... ἐ. ἑστηῶσι Antim.21.5, ἐ. ἑζόμενοι A.R.1.912.

• Etimología: De σχερός ‘serie’, ‘fila’, de *segh, raíz de ἔχω.

Greek Monolingual

ἐνσχερώ (Α)
επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ του επιθ. σχερός. (Για το β' συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)].