ἐνυπόκειμαι

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυπόκειμαι Medium diacritics: ἐνυπόκειμαι Low diacritics: ενυπόκειμαι Capitals: ΕΝΥΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: enypókeimai Transliteration B: enypokeimai Transliteration C: enypokeimai Beta Code: e)nupo/keimai

English (LSJ)

   A subsist in, ἐ. καὶ τᾷ ὄψι καὶ τῷ ἀέρι τὸ δυνάμι διαφανές Aristombr. ap. Stob.1.52.21, cf. Hierocl.in CA11p.438M.

German (Pape)

[Seite 860] (s. κεῖμαι), darin, dabei zu Grunde liegen, Hierocl. Stob. fl. app. 10, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυπόκειμαι: ὑπόκειμαι ἔν τινι, Ἀριστόμβρ. παρὰ Στοβ. ἐν τῷ παραρτ. τοῦ τετάρτου τόμου σ. 25 ἔκδ. Gaisf., Ἱεροκλ. σ. 82, Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 6. 16. σ. 807.

Spanish (DGE)

subyacer, estar en la base o ser el fundamento gener. c. dat. ἐνυπόκειται δὲ καὶ τῇ ὄψει ... τὸ δυνάμει διαφανές Aristombrotus Pyth.Hell.54, τὸ ὑποκείμενον προσλαμβάνεται οἷς ἐνυπόκεινται Sophon.in de An.72.31, cf. Hierocl.in CA 11.4.

Greek Monolingual

ἐνυπόκειμαι (Α)
ενυπάρχω, υπόκειμαι, βρίσκομαι μέσα σε κάτι.