τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
η (AM ἐξεύρεσις) εξευρίσκω
επινόηση, ανακάλυψη («εξεύρεση λύσης»)
νεοελλ.
η εξοικονόμηση, ο προσπορισμός μετά από αναζήτηση («εξεύρεση λύσης»)
αρχ.
1. αναζήτηση
2. εφεύρεση.