εξευρίσκω

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξευρίσκω) ευρίσκω
επινοώ, εφευρίσκω («ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων ἐξευρίσκων», Αισχύλ.)
νεοελλ.
εξοικονομώ μετά από αναζήτηση
αρχ.
1. ανακαλύπτω («εἴ ποθεν ἐξεύροι», Ομ. Ιλ.)
2. αναζητώ και βρίσκω
3. αποκτώ
4. παρέχω
5. ερευνώ.