προσπορισμός

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

German (Pape)

[Seite 779] ὁ, das Zuerwerben, das Zuerworbene, Sp., vom peculium der Sklaven.

Greek Monolingual

ο, Ν προσπορίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσπορίζω, η επί πλέον απόκτηση, η πρόσκτηση.