ἐπαποκτείνω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαποκτείνω Medium diacritics: ἐπαποκτείνω Low diacritics: επαποκτείνω Capitals: ΕΠΑΠΟΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: epapokteínō Transliteration B: epapokteinō Transliteration C: epapokteino Beta Code: e)papoktei/nw

English (LSJ)

   A kill besides, D.C.49.23:—also ἐπαπο-κτιννύω, Aristid. Or.25(43).23.

German (Pape)

[Seite 904] dabei, ἐπὶ τούτῳ, tödten, D. Cass. 49, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποκτείνω: ἀποκτείνω, φονεύω τινὰ μετ’ ἄλλον, καὶ αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε Δίων Κ. 49. 23.

Greek Monolingual

ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α)
σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῑνον δυσανασχετοῡντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»].